Για 240 περίπου χρόνια η κολχικίνη χρησιμοποιείται ευρέως για
τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας, αλλά και άλλων φλεγμονωδών καταστάσεων όπως η ορογονίτιδα που σχετίζεται με τον οικογενή μεσογειακό πυρετό, το σύνδρομο Αδαμαντιάδη - Behcet και πρόσφατα οι περιπτώσεις οξείας αλλά και υποτροπιάζουσας περικαρδίτιδας2.Η κολχικίνη παράγεται από φυτά του γένους Colchicum (Autumn crocus, Colchicum autumnale) και είναι δυνητικά δηλητηριώδες φυσικό προϊόν. Το όνομά της προέρχεται από την Κολχίδα, αρχαία πόλη στο σημερινό κράτος της Γεωργίας, στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, όπου το φυτό είναι ευρέως διαδεδομένο. Εκχύλισμα του φυτού colchicum χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας τον 1ο αιώνα μ.Χ. από τον Διοσκουρίδη. Η κολχικίνη απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820 από τους Γάλλους χημικούς P.S. Pelletrier και J. Caventon. Χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία ρευματικών πόνων και ειδικά σε προσβολές ουρικής αρθρίτιδας, ενώ χορηγούνταν και ως καθαρτικό, αλλά και για την πρόκληση εμετού. Κολχικίνη παράγεται επίσης από εκχύλισμα του φυτού Gloriosa superba. Όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν κολχικίνη και τα συναφή αλκαλοειδή και για αυτό θεωρούνται επικίνδυνα δηλητήρια, εφόσον καταποθούν, ειδικά οι κόνδυλοι, ενώ η επαφή με τους βλαστούς και τα φύλλα μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του δέρματος3.
Η πλέον γνωστή ένδειξη της κολχικίνης είναι η θεραπεία και η πρόληψη των κρίσεων της ουρικής αρθρίτιδας. Όμως μετά την επιτυχή χρήση της κολχικίνης για τη θεραπεία και την πρόληψη της ορογονίτιδας του οικογενούς μεσογειακού πυρετού, ο Bayes de Luna και οι συνεργάτες του πρότειναν το 1987 τη χρήση του φαρμάκου και για την υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα4. Αν και συχνά οι κλινικοί ιατροί εκφράζουν το σκεπτικισμό τους για τη χρήση της κολχικίνης στην οξεία περικαρδίτιδα, νεότερα δεδομένα ενισχύουν τη θέση ότι το φάρμακο είναι χρήσιμο σε περιπτώσεις υποτροπών. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες οι ασθενείς που λαμβάνουν κολχικίνη μπορεί να έχουν υποτροπές, αλλά είναι λιγότερο έντονες και με καλύτερη ποιότητα ζωής. Η φυσική εξέλιξη της νόσου χαρακτηρίζεται από πολύ έντονη αρχική φάση, ακολουθούμενη από αργή λανθάνουσα φάση με όλο και λιγότερες υποτροπές μέχρι την επίτευξη σταθερής ύφεσης μετά από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Η φαρμακευτική αγωγή (ιδιαίτερα η κολχικίνη) μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξη προς την αργή λανθάνουσα φάση, μειώνοντας τον ρυθμό των υποτροπών και ως εκ τούτου βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής.
ΠΗΓΗ:https://www.ene.gr/eneojs_new/index.php/en/article/view/345/422